- επίπεμπτος
- -η, -ο (Α ἐπίπεμπτος, -ον) [επιπέμπω]μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5)νεοελλ.μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική κλίμακααρχ.1. δάνειο που περιέχει εκτός τού κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν δέκα μναῑ εἰσφορά γένηται, ὥσπερ ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, τριώβολον τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», Ξεν.)2. πέμπτος3. το ουδ. ως ουσ. τοὐπίπεμπτοντο ένα πέμπτο τών ψήφων σε δίκη.
Dictionary of Greek. 2013.